- απλάνιστος
- η , ο необструганный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλάνιστος — η, ο αυτός που δεν είναι πλανισμένος· μτφ., απολίτιστος, αγροίκος: Παρ όλα τα χρήματά του είναι απλάνιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος … Dictionary of Greek
άπλανος — η, ο 1. ο απλάνιστος 2. (για άνθρωπο) άκομψος, άγαρμπος, ασουλούπωτος … Dictionary of Greek
αροκάνιστος — η, ο απλάνιστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)